Σύναξη, Ερωτήματα για τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους, τχ. 75 (2000), σσ. 115.
Το 75ο τεύχος της Σύναξης περιέχει ένα αφιέρωμα στο ακανθώδες ζήτημα των σχέσεων της εκκλησίας και του κράτους. Το αφιέρωμα είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο υπάρχουν τρία μελετήματα που εξετάζουν ζητήματα προσανατολισμού των ορθοδόξων μέσα στη ιστορική διαδρομή και στην τρέχουσα παγκόσμια πραγματικότητα, ενώ στο δεύτερο μέρος έχουμε κείμενα που προέκυψαν από ένα θεολογικό εργαστήρι της Σύναξης στις 27 Μάιου του 2000 στο οποίο συζητήθηκε το ζήτημα του χωρισμού εκκλησίας και κράτους από νομική και θεολογική πλευρά.
Το πρώτο μελέτημα ανήκει στον Επίσκοπο Διοκλείας Κάλλιστο Γουέαρ. Στο μελέτημα αυτό ο συγγραφέας στοχάζεται την ιστορική πορεία της Ορθοδοξίας κατά τον 20Ο αιώνα και πραγματοποιεί έναν απολογισμό αυτής της πορείας με εργαλείο τρεις όρους κλειδιά:μαρτυρία, διασπορά, ησυχία. Το δεύτερο μελέτημα είναι του Ι. Πέτρου και αναφέρεται στην σχέση των χριστιανών με την παράδοση τους μέσα στο πλαίσιο του σύγχρονου κόσμου. Ο συγγραφέας παραθέτει κάποιες σκέψεις για την σχέση αυτή ενώ καταλήγει να επισημάνει ορισμένες βασικές αντιλήψεις και αντίστοιχές πρακτικές που είναι απαραίτητες για τη δυναμική λειτουργία της παράδοσης στη σύγχρονη πραγματικότητα. Το τρίτο μελέτημα που ολοκληρώνει το πρώτο μέρος είναι του π. Α. Καλλιγέρη. Στόχο του κειμένου αποτελεί η διερεύνηση του ρόλου της ενορίας μέσα στην σύγχρονη πραγματικότητα. Ο συγγραφέας αφού περιγράφει το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και των συνεπειών της προσπαθεί να προτείνει ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας της ενοριακής κοινότητας.
Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος ανοίγει με την εισήγηση του Ι. Κονιδάρη. Ο εισηγητής παρουσιάζει τις ιστορικές και νομικές προκείμενες της σχέσεως του ελληνικού κράτους με την εκκλησία. Παράλληλα επιχειρεί να προτείνει κάποια μέτρα για μια νέα ρύθμιση των σχέσεων του κράτους με τις θρησκευτικές κοινότητες, με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος και με τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες και τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία. Δεύτερη εισήγηση είναι η εισήγηση του Αρχιμανδρίτη Κ. Ραμιώτη. Ο εισηγητής κάνει κριτική στις απόψεις που είναι υπέρ του χωρισμού κράτους και εκκλησίας. Το μοντέλο το οποίο αντιπροτείνει είναι αυτό της συναλληλίας.
Η επόμενη εισήγηση είναι του Σ. Αγουρίδη ο οποίος συνοπτικά αναφέρεται στην προσπάθεια που είχε γίνει από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο, τους λόγους αποτυχίας της, ενώ περιγράφει και με μελανά χρώματα την σημερινή κατάσταση και τις προοπτικές που υπάρχουν για να γίνουν κάποιες ουσιαστικές αλλαγές. Ο Θ. Ζιάκας στην επόμενη εισήγηση κατανοεί την σχέση κράτους και εκκλησίας μέσα από τρεις εκδοχές:την κολεκτιβιστικοί, την ατομοκρατική και την τριαδική-προσωποκεντρική εκδοχή. Ακολουθεί η εισήγηση του Χ. Γιανναρά ο οποίος με αφορμή την επίκαιρη σύγκρουση εκκλησίας και πολιτείας για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, διατυπώνει κάποιες γενικότερες σκέψεις τονίζοντας ότι απέναντι στην κοσμική εξουσία η εκκλησία αντέτεινε έναν ιδεολογικοποιημένο χριστιανισμό των οργανώσεων.
Το δεύτερο μέρος του τεύχους ολοκληρώνεται με τρία κείμενα. Το πρώτο είναι μια ομιλία του Ε. Βενιζέλου για τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας. Ο ομιλητής αναπτύσσει υπό την μορφή δώδεκα σημείων τη συνταγματική υπόσταση αυτών των σχέσεων καταδεικνύοντας τις πολιτικές και τις κοινωνικές προκείμενες των επιταγών του Συντάγματος. Το επόμενο κείμενο είναι του Σ. Γουνελά στο οποίο συλλαμβάνεται η σύγκρουση κράτους και εκκλησίας μέσα από την σύγκρουση δύο κόσμων, τον κόσμο της εκκλησιαστικής-χριστιανικής παράδοσης και τον κόσμο της δυτικοευρωπαϊκής παράδοσης. Το τρίτο και τελικό κείμενο του αφιερώματος είναι του Κ. Κυριακίδη με θέμα την παρουσίαση της κυπριακής κατάστασης στο ζήτημα της σχέσης κράτους και εκκλησίας. Ο συγγραφέας παρουσιάζει συνοπτικά την κατάσταση και υποστηρίζει με σαφή τρόπο ότι το η Εκκλησία πρέπει να απελευθερωθεί από κάθε σχέση με το κράτος.
Το τεύχος περιέχει και την στήλη Ορθόδοξος Κόσμος όπου υπάρχει ένα κείμενο του Ν. Κουραμπή για την ανυπαρξία περιβαλλοντικού σχεδιασμού κατά την προετοιμασία των ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα το 2004. Τέλος υπάρχουν και οι μόνιμες στήλες του περιοδικού Διάλογος με τους Αναγνώστες και Το Βιβλίο.