Σύναξη, Ενανθρώπιση και Θέωση,, τχ. 2(1982), σσ. 116
Στην πρόθεση του περιοδικού να διερευνήσει πτυχές της οντολογίας του ανθρώπου εντάσσεται το αφιέρωμα του δεύτερου τεύχους του στην Χριστολογία. Το τεύχος αρχίζει με το δοκίμιο «Χριστολογία και ύπαρξη» του τότε ακαδημαικού θεολόγου και μετέπειτα Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα) στο οποίο αντιπαρατίθεται η χριστιανική οντολογία ως στηριζόμενη στην σχέση κτιστού και ακτίστου με την αρχαιοελληνική η οποία υποτάσσει το Θείο στον κόσμο και την ιουδαική που αδυνατεί να δει την οποιαδήποτε σχέση τους. Η σχέση κτιστού και ακτίστου προβάλλει την ανθρώπινη ύπαρξη ως προϊόν ελευθερίας και οδηγεί σε μία ευγνωμοσύνη (ευχαριστία) απέναντι στον Θεό αλλά και στην κατάργηση του θανάτου. Η σχέση αυτή βιούμενη εκκλησιολογικά βρίσκει το υπαρξιακό νόημά της στο πρόσωπο του Χριστού. Θεωρώντας σε αυτήν την εκκλησιολογική βάση ο π. Ιωάννης τους όρους της Χαλκηδόνας αναδεικνύει τον άνθρωπο σε όν ελεύθερο και αθάνατο ως εκκλησιοποιημένο δια της Θ. Ευχαριστίας. Το δεύτερο δοκίμιο υπογράφει ο τότε ηγούμενος της μονής Σταυρονικήτα και νύν των Ιβήρων Αρχ. Βασίλειος (Γοντικάκης) ο οποίος το τιτλοφορεί «Από τον Παλαιό στον Νέο Αδάμ» και με την ποιητική γραφή του εξιστορεί την ανθρώπινη πορεία από τον χωρισμό από τον Θεό έως την κατάλυση του θανάτου και την θέωση του ανθρώπου, τον λόγο δηλαδή της ενανθρώπισης. Στο τρίτο δοκίμιο υπό τον τίτλο «Ο παλαιός άνθρωπος και ο Μαργαρίτης» ο Σωτήρης Γουνελάς προτείνει την αυτογνωσία ως οδό νίκης κατά των παρείσακτων και ξένων στην ανθρώπινη οντότητα «κοσμημάτων» τα οποία λειτουργούν αποτρεπτικά της συνάντησής του με τον αναγκαίο και αληθινό Μαργαρίτη, της επιθυμίας της σχέσης με τον Θεό στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Υιού Του.
Ο Χ. Γιανναράς συνεχίζει το αφιέρωμα με το κείμενό του «Ανθρωπολογικές προϋποθέσεις» προσεγγίζοντας πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης όπως το κατ’ εικόνα, μέσω του Πατερικού ορισμού της Ψυχής, του τρόπου υπάρξεως του ανθρώπου μέσω του λογικού, του αυτεξούσιου και του αρχικού και καταλήγοντας στην έννοια του Προσώπου ως αντανάκλασης της υπάρξεως της Τριάδας. Η αθανασία του ανθρώπου προκύπτει όχι ως ψυχολογική ή θεωρητική αλλά ως υπαρκτική αναγκαιότητα της αγαπητικής σχέσης του δημιουργού με την εικόνα του, του Θεού με τον όντως άνθρωπο. Το τεύχος συμπληρώνουν ακόμη «Σκόρπιες σκέψεις για την τέχνη και την Ανάσταση» του Γιάννη Τσαρούχη καθ’ υπαγόρευσιν στην Αθηνά Σχοινά όπου ο μεγάλος ζωγράφος προσεγγίζει θεολογικά την βυζαντινή τέχνη μέσω της αγιογράφησης της Ανάστασης ως «Εις Άδην καθόδου» και ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Δ. Σ. Λουκάτου «Πασχαλινά και της Άνοιξης» που αναφέρεται στο έθιμο της περιφοράς του Επιταφίου στην Ελλάδα και φέρει τον τίτλο «Πως σε κηδεύσω Υιέ μου…». Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι και τα δημοσιευμένα στο τεύχος αυτό κείμενα με τον τίτλο «Τα μοναστήρια δεν είναι μουσεία» όπου το περιοδικό θίγει εστιάζοντας στα προβλήματα του Αγίου Όρους το θέμα της συντήρησης και φροντίδας των μονών στον Ελλαδικό χώρο αλλά και το κείμενο του καθ. Β. Στογιάννου ο οποίος διέβλεπε μια έκπτωση της χριστολογίας στην Δυτική μεταπολεμική θεολογία σε κοινωνιολογία.
Οι «Σελίδες Διδαχής» προσφέρουν υλικό για την διδακτική προσέγγιση του θέματος της Πίστης. Το τεύχος διανθίζουν πατερικά κείμενα (ι. Χρυσοστόμου, αγ. Επιφανίου Κύπρου) σχετικά με την ενανθρώπιση και σύντομα κείμενα για παλαιότερες αλλά και σύγχρονες οριακές μορφές ενώ δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητος και «Ο διάλογος με τους αναγνώστες».