~ Ορθόδοξη Θεολογική Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ι.Μ.Δ. ~

Η ιστοσελίδα βρίσκεται υπό αναβάθμιση.

Βασιλειάδης, Πέτρος Βασ. (1945- ) Lex Orandi

Πέτρου Βασιλειάδη, LexOrandi. Λειτουργική θεολογία και λειτουργική αναγέννηση, σειρά Ιδιόμελα 5, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα, 2005, σσ. 306.

LexOrandi, ο τίτλος του βιβλίου, διευκρινίζεται πως σημαίνει «κανόνας της προσευχής», και, όπως επισημαίνεται στον πρόλογο, ο κανόνας της προσευχής, η χριστιανική λατρεία δηλαδή, καθορίζει και τον κανόνα της πίστεως, το χριστιανικό δόγμα και το πιστεύω της χριστιανικής Εκκλησίας. Στην ίδια προοπτική αναδεικνύεται η λατρεία ως δυναμική έκφραση των ανθρώπινων κοινοτήτων και σημαίνουσα πολιτισμική έκφραση από την πολιτισμική ανθρωπολογία. Η κοινή λατρεία προσδιορίζει πάντοτε την ταυτότητα μιας κοινότητας και στη χριστιανική Εκκλησία τη λειτουργία αυτή έχει η ευχαριστιακή σύναξη.

Καθώς «ο Χριστιανισμός είναι λειτουργική θρησκεία» και «η Εκκλησία είναι πρώτα απ’ όλα λατρεύουσα κοινότητα» σύμφωνα με τον πρωτοκορυφαίο ορθόδοξο θεολόγο του 20ου αι., τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ο Βασιλειάδης τονίζει ότι βασική προϋπόθεση της «λειτουργικής θεολογίας» είναι η πρόταξη και η προτεραιότητα της «εμπειρίας» έναντι του «λόγου», της «θεολογίας» με την κλασική της έννοια, της καταγραφής δηλαδή σε λόγο, σε έννοιες, της εκκλησιαστικής λατρευτικής εμπειρίας. Η λειτουργική θεολογία, λοιπόν, που ασχολείται με τη λατρεία της Εκκλησίας, είναι σημαντικός και όχι υποδεέστερος κλάδος του θεολογείν.

Επισημαίνεται όμως ότι, εξαιτίας σχολαστικών επιδράσεων στη λειτουργική πρακτική της ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας, συσκοτίζονται τα εκκλησιολογικά κριτήρια και η Εκκλησία σταδιακά μετατρέπεται σε «θρησκεία», ενώ η λατρευτική της εμπειρία παλινδρομεί σε μαγικές τελετουργίες.

Εξαιτίας των παραπάνω, εντοπίζεται η αναγκαιότητα μιας «λειτουργικής αναγεννήσεως», η οποία κατά τον συγγραφέα «δεν αποβλέπει στον εκσυγχρονισμό των παραδοσιακών λειτουργικών τελετών, αλλά στην επαναφορά της εκκλησιαστικής κοινότητας στην οντολογική εκκλησιακή της υπόσταση, και μόνο δευτερευόντως στην αυθεντική και εκκλησιολογικά ορθή λειτουργική πρακτική. Το ζητούμενο της λειτουργικής αναγεννήσεως είναι η κοινή λατρεία, και κατά κύριο λόγο η Θεία Ευχαριστία, να εκφράζει αυθεντικά το «είναι» της Εκκλησίας».

Η Εκκλησία είναι το σύνολο των πιστών που έχει κληθεί από το Χριστό να γίνει «λαός του Θεού» («λειτουργία»=λαός+έργο), και όχι μια νέα θρησκεία. Ο τόπος και ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι η Θεία Ευχαριστία, η οποία δεν είναι μια τελετή στα πρότυπα των αρχαίων μυστηριακών τελετών, αλλά η εσχατολογική «σύναξη» των πιστών, που φανερώνουν στον κόσμο και την ιστορία την αγαπητική κοινωνικότητα της Αγίας Τριάδας.

Παράλληλα όμως με αυτή την «ευχαριστιακή πνευματικότητα», ο Βασιλειάδης διαπιστώνει την ανάπτυξη μιας «θεραπευτικής πνευματικότητας», με χαρακτήρα ατομιστικό, ευσεβιστικό και ανιστορικό, η οποία ευνοεί τη σακραμενταλιστική-μαγική αντίληψη για τη λειτουργία. Την εξέλιξη αυτής της θεραπευτικής πνευματικότητας την χαρακτηρίζει μια «δικανική θεώρηση της λατρείας», κατά την οποία η λατρεία λειτουργεί ως μέσον αντιμετώπισης συγκεκριμένων θρησκευτικών αναγκών: των αναγκών της ηγεσίας της Εκκλησίας να ασκήσει έλεγχο και εξουσία επί των μελών της όσο και των αναγκών των μεμονωμένων ατόμων για τον προσωπικό τους εξαγιασμό.

Η θεώρηση της λατρείας που, αντίθετα, αναδύεται από την ευχαριστιακή και εσχατολογική προσέγγιση είναι η «κοινοτική». Η λατρεία εδώ οδηγεί στη πραγμάτωση σχέσεων κοινωνίας μεταξύ των μελών του εκκλησιαστικού σώματος, αποθαρρύνοντας τις ιεραρχικές διακρίσεις αλλά και τον ατομοκεντρικό ευσεβισμό. Η Εκκλησία δεν θεσμοποιείται ως λατρευτικός οργανισμός, αλλά αποκαλύπτεται ως χαρισματική κοινωνία και τρόπος ζωής.

Επισημαίνεται η ανάγκη συμμετοχής συνόλου του λαού του Θεού στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Πρέπει να ενεργοποιηθεί η ποικιλία των χαρισμάτων και των διακονημάτων, ανδρών και γυναικών, στο εκκλησιαστικό σώμα. Εξάλλου, από αυτή την «αναγεννημένη» λειτουργία της Εκκλησίας απορρέει και η χριστιανική ιεραποστολή και μαρτυρία, το άνοιγμα της Εκκλησίας στον κόσμο, η «Λειτουργία μετά τη Λειτουργία» Δεν πρέπει, άλλωστε, σύμφωνα με μια τέτοια ιεραποστολική προσέγγιση, να αντιμετωπίζεται εκ προοιμίου εχθρικά η εκκοσμικευμένη κοινωνία ή να επιτρέπονται μισαλλόδοξες ξενόφοβες και φανατικές συμπεριφορές από πλευράς του εκκλησιαστικού σώματος. Τα παραπάνω απαιτούν τη χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας από την Εκκλησία τόσο στη λατρεία όσο και στο κήρυγμά της.

Αναζητηση