~ Orthodox Theological Digital Library I.M.D. ~

The site is under upgrade.

Ανέστης Κεσελόπουλος, Πάθη και Αρετές στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εκδ. Δόμος Αθήνα 1982, σσ 247.

    

      Το βιβλίο αυτό αποτελεί τη διδακτορική διατριβή του Ανέστη Κεσελόπουλου και ασχολείται με το θέμα των παθών και αρετών στη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Σύμφωνα με τον Κεσελόπουλο, ο Γρηγόριος Παλαμάς στηρίζει τη διδασκαλία του για τα πάθη και τις αρετές στη θεμελιακή θεολογική διάκριση της κατα φύση και παρά φύση ζωής του ανθρώπου. Τα πάθη δεν ανήκουν στην ανθρώπινη φύση. Τα πάθη οντολογικά σχετίζονται με την ανυπαρξία, αφού το κακό δεν είναι φύση, έστω φύση κακή, αλλά έξη. Τα πάθη, ως «οδοί διεστραμμέναι πάντως και σκολιαί», είναι οι καταστάσεις που λυμαίνονται τη ζωή του ανθρώπου, ενώ οι διάφορες αμαρτίες είναι συμπτώματα μόνο αυτών των καταστάσεων.

Η επιστροφή από την παρά φύση κατάσταση της δουλείας των παθών στην κατά φύση περιοχή της αγάπης του Θεού γίνεται με τη μετάνοια. Μετάνοια κατά τον Γρηγόριο Παλαμά είναι το «μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν». Ο άνθρωπος, όταν δε μετανοεί, παραμένει δούλος της αμαρτίας και του θανάτου και βρίσκεται μακριά από το Θεό. Το γεγονός της πτώσεως είναι για τον Γρηγόριο Παλαμά το κέντρο του κατά Θεόν πένθους, που πηγάζει από τη στέρηση του Θεού και βιώνεται ως αναζήτηση Εκείνου. Ο άνθρωπος, που ζει «εν ειδήσει της τοιαύτης στερήσεως», νιώθει έντονη την ανάγκη να πενθήσει για τις αμαρτίες του και να καθαρίσει με το πένθος «τους εξ αμαρτίας μολυσμούς». Η κάθαρση από τα πάθη βρίσκει την αληθινή της διάσταση στο μυστηριακό χώρο της Εκκλησίας και δεν τοποθετείται στα πλαίσια ενός συναισθηματικού βιώματος ή απλώς ηθικού γεγονότος, αλλά είναι ο ουσιαστικότερος τρόπος προσωπικής υπάρξεως και κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό και τους άλλους ανθρώπους.

Σύμφωνα με αυτή την άποψη η κάθαρση ποτέ δεν μπορεί να νοηθεί σαν μια αρνητική κατάσταση περιορισμένη μόνο στην αποφυγή της αμαρτίας, αλλά συνδέεται άμεσα με την άσκηση των αρετών. Πηγή της αρετής δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά ο Θεός. Επομένως, η αρετή του ανθρώπου είναι καρπός και μαρτυρία της μετοχής του στη ζωή του Θεού.

ΠΑΠΑ- Φιλόθεος Φάρος, Κλήρος. Η ανεκπλήρωτη Υπόσχεση της Πατρότητας, Αθήνα: Εκδόσεις Ακρίτας, 19972, σελ.332.

            Το βιβλίο του πατρός Φιλόθεου Φάρου αποτελεί μια προσπάθεια του συγγραφέα να προσφέρει στο σύγχρονο κληρικό κάποιες στοιχειώδης, χρήσιμες αλλά και «κρίσιμες», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τονίζει, πληροφορίες, που θα μπορέσουν να τον ευαισθητοποιήσουν όσον αφορά τις ανάγκες και την κατάσταση του σύγχρονου ανθρώπου που καλείται να διακονήσει. 

            Στην πρώτη του ενότητα ο συγγραφέας ασχολείται με τη θεολογία περί ιεροσύνης, τονίζοντας από την αρχή ότι ο πραγματικά ενάρετος κληρικός είναι αυτός που δεν κρύβει από τους ανθρώπους το Χριστό με τη δική του «αρετή». Η γνήσια αρετή δοξάζει το Θεό, στον οποίο πραγματικά οφείλεται, και όχι τον άνθρωπο, που μόνο γίνεται φορέας της.

            Στη δεύτερη μεγάλη ενότητα ο π. Φάρος αναλύει το θέμα του κληρικού ως πνευματικού ηγέτη, εξετάζοντας όλα τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από μια διαστρέβλωση της έννοιας του ‘πνευματικού’. Ο ρόλος του κληρικού δεν εξαντλείται σε διοικητική ικανότητα, σε ευφράδεια ή ακόμη σε προσωπικό γόητρο. Οι ικανότητες βοηθούν τον κληρικό να γίνει ένας ικανός ποιμένας αλλά δεν τον κάνουν ποιμένα. Ο εκκλησιαστικός ηγέτης οφείλει πάνω και πρώτα από όλα να είναι ένας πνευματικός ηγέτης, και αυτό παρά τα εξωτερικά του στοιχεία είναι μια πραγματικότητα εσωτερική.

            Στην επόμενη ενότητα ο συγγραφέας ασχολείται με το ερώτημα περί εξουσίας ή διακονίας και πατρότητας ή αδελφότητας. Ποιος δηλαδή είναι ο ρόλος που καλείται να ενσαρκώσει ο κληρικός; Στις επόμενες ενότητες  δε καταγράφει προβλήματα που συνδέονται με την ιεροσύνη και είναι αποτέλεσμα της διαστρέβλωσης της παράδοσης και του πνεύματος της, όπως: η πνευματική διδασκαλία και οι υλικές ανέσεις, ο κληρικός και η αμαρτία, η αγάπη για τους εχθρούς, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους κληρικούς και οι συνέπειες του, οι πιέσεις που πολλές φορές δέχεται ο κληρικός από την οικογένειά του και οι συγκρούσεις των καθηκόντων, η παρανόηση ή ο φόβος της προσευχής και τέλος το πρόβλημα της μοναξιάς, το οποίο πηγάζει ακριβώς από την ιδιότητά του ως κληρικού.

            Το βιβλίο σε όλες τις ενότητες περιέχει πλούσιες αναφορές στην αγιογραφική και πατερική παράδοση.

             

Πέτρου Βασιλειάδη, LexOrandi. Λειτουργική θεολογία και λειτουργική αναγέννηση, σειρά Ιδιόμελα 5, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα, 2005, σσ. 306.

LexOrandi, ο τίτλος του βιβλίου, διευκρινίζεται πως σημαίνει «κανόνας της προσευχής», και, όπως επισημαίνεται στον πρόλογο, ο κανόνας της προσευχής, η χριστιανική λατρεία δηλαδή, καθορίζει και τον κανόνα της πίστεως, το χριστιανικό δόγμα και το πιστεύω της χριστιανικής Εκκλησίας. Στην ίδια προοπτική αναδεικνύεται η λατρεία ως δυναμική έκφραση των ανθρώπινων κοινοτήτων και σημαίνουσα πολιτισμική έκφραση από την πολιτισμική ανθρωπολογία. Η κοινή λατρεία προσδιορίζει πάντοτε την ταυτότητα μιας κοινότητας και στη χριστιανική Εκκλησία τη λειτουργία αυτή έχει η ευχαριστιακή σύναξη.

Καθώς «ο Χριστιανισμός είναι λειτουργική θρησκεία» και «η Εκκλησία είναι πρώτα απ’ όλα λατρεύουσα κοινότητα» σύμφωνα με τον πρωτοκορυφαίο ορθόδοξο θεολόγο του 20ου αι., τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ο Βασιλειάδης τονίζει ότι βασική προϋπόθεση της «λειτουργικής θεολογίας» είναι η πρόταξη και η προτεραιότητα της «εμπειρίας» έναντι του «λόγου», της «θεολογίας» με την κλασική της έννοια, της καταγραφής δηλαδή σε λόγο, σε έννοιες, της εκκλησιαστικής λατρευτικής εμπειρίας. Η λειτουργική θεολογία, λοιπόν, που ασχολείται με τη λατρεία της Εκκλησίας, είναι σημαντικός και όχι υποδεέστερος κλάδος του θεολογείν.

Επισημαίνεται όμως ότι, εξαιτίας σχολαστικών επιδράσεων στη λειτουργική πρακτική της ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας, συσκοτίζονται τα εκκλησιολογικά κριτήρια και η Εκκλησία σταδιακά μετατρέπεται σε «θρησκεία», ενώ η λατρευτική της εμπειρία παλινδρομεί σε μαγικές τελετουργίες.

Εξαιτίας των παραπάνω, εντοπίζεται η αναγκαιότητα μιας «λειτουργικής αναγεννήσεως», η οποία κατά τον συγγραφέα «δεν αποβλέπει στον εκσυγχρονισμό των παραδοσιακών λειτουργικών τελετών, αλλά στην επαναφορά της εκκλησιαστικής κοινότητας στην οντολογική εκκλησιακή της υπόσταση, και μόνο δευτερευόντως στην αυθεντική και εκκλησιολογικά ορθή λειτουργική πρακτική. Το ζητούμενο της λειτουργικής αναγεννήσεως είναι η κοινή λατρεία, και κατά κύριο λόγο η Θεία Ευχαριστία, να εκφράζει αυθεντικά το «είναι» της Εκκλησίας».

Η Εκκλησία είναι το σύνολο των πιστών που έχει κληθεί από το Χριστό να γίνει «λαός του Θεού» («λειτουργία»=λαός+έργο), και όχι μια νέα θρησκεία. Ο τόπος και ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι η Θεία Ευχαριστία, η οποία δεν είναι μια τελετή στα πρότυπα των αρχαίων μυστηριακών τελετών, αλλά η εσχατολογική «σύναξη» των πιστών, που φανερώνουν στον κόσμο και την ιστορία την αγαπητική κοινωνικότητα της Αγίας Τριάδας.

Παράλληλα όμως με αυτή την «ευχαριστιακή πνευματικότητα», ο Βασιλειάδης διαπιστώνει την ανάπτυξη μιας «θεραπευτικής πνευματικότητας», με χαρακτήρα ατομιστικό, ευσεβιστικό και ανιστορικό, η οποία ευνοεί τη σακραμενταλιστική-μαγική αντίληψη για τη λειτουργία. Την εξέλιξη αυτής της θεραπευτικής πνευματικότητας την χαρακτηρίζει μια «δικανική θεώρηση της λατρείας», κατά την οποία η λατρεία λειτουργεί ως μέσον αντιμετώπισης συγκεκριμένων θρησκευτικών αναγκών: των αναγκών της ηγεσίας της Εκκλησίας να ασκήσει έλεγχο και εξουσία επί των μελών της όσο και των αναγκών των μεμονωμένων ατόμων για τον προσωπικό τους εξαγιασμό.

Η θεώρηση της λατρείας που, αντίθετα, αναδύεται από την ευχαριστιακή και εσχατολογική προσέγγιση είναι η «κοινοτική». Η λατρεία εδώ οδηγεί στη πραγμάτωση σχέσεων κοινωνίας μεταξύ των μελών του εκκλησιαστικού σώματος, αποθαρρύνοντας τις ιεραρχικές διακρίσεις αλλά και τον ατομοκεντρικό ευσεβισμό. Η Εκκλησία δεν θεσμοποιείται ως λατρευτικός οργανισμός, αλλά αποκαλύπτεται ως χαρισματική κοινωνία και τρόπος ζωής.

Επισημαίνεται η ανάγκη συμμετοχής συνόλου του λαού του Θεού στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Πρέπει να ενεργοποιηθεί η ποικιλία των χαρισμάτων και των διακονημάτων, ανδρών και γυναικών, στο εκκλησιαστικό σώμα. Εξάλλου, από αυτή την «αναγεννημένη» λειτουργία της Εκκλησίας απορρέει και η χριστιανική ιεραποστολή και μαρτυρία, το άνοιγμα της Εκκλησίας στον κόσμο, η «Λειτουργία μετά τη Λειτουργία» Δεν πρέπει, άλλωστε, σύμφωνα με μια τέτοια ιεραποστολική προσέγγιση, να αντιμετωπίζεται εκ προοιμίου εχθρικά η εκκοσμικευμένη κοινωνία ή να επιτρέπονται μισαλλόδοξες ξενόφοβες και φανατικές συμπεριφορές από πλευράς του εκκλησιαστικού σώματος. Τα παραπάνω απαιτούν τη χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας από την Εκκλησία τόσο στη λατρεία όσο και στο κήρυγμά της.

π. Ιωάννης Σκιαδιαρέσης, Λειτουργικές Σκηνές και Ύμνοι στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1999, σελ.445.

           

            Η εργασία του π. Ιωάννη Σκιαδαρέση είναι μια προσπάθεια προβολής του υμνικού υλικού της Αποκάλυψης του Ιωάννη και των προβλημάτων που συνδέονται με αυτό, προέκυψε δε από το γενικότερο ενδιαφέρον του συγγραφέα για τους ύμνους στην Κ.Δ., οι οποίοι είναι άγνωστοι και μένουν αναξιοποίητοι από την εκκλησία μας.

            Μετά τον πρόλογο και την εισαγωγή, όπου ο συγγραφέας κάνει αναφο­ρά τόσο στο υμνικό υλικό της Αποκάλυψης, στην ιστορία της έρευνας και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτού του υλικού, η μελέτη χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια.

            Το πρώτο κεφάλαιο ασχολείται με το σκηνικό και τους τρόπους από­δοσης των ύμνων της Αποκάλυψης του Ιωάννη.  Σύμφωνα με το συγγραφέα η αποκάλυψη λειτούργησε ως γέφυρα μεταφοράς εκφραστικών μορφών από τον εξωχριστιανικό στο χριστιανικό και μάλιστα λατρευτικό χώρο.

            Το δεύτερο κεφάλαιο διερευνά την καινή ωδή των 4 ζώων και των 24 πρεσβυτέρων (Αποκ.5,9β.10). Η καινή ωδή που άδουν τα τέσσερα ζώα και οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι στο 5ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης είναι ο πρώτος ύμνος που αναπέμπεται στο αρνίον-Χριστό μετά την εκ μέρους του παραλαβή του επτασφράγιστου βιβλίου από τα χέρια του καθημένου «επί τον Θρόνον». Η ωδή τοποθετημένη στην κλειστή υμνική ενότητα των κεφ. 4 και 5, αποτελεί το κατ’ εξοχήν χριστολογικό κέντρο της Αποκάλυψης.

            Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στην ωδή του Μωυσέως και του Αρνίου (Αποκ.15,3β.4). Το κεφ. 15 αποτελεί κορυφαία τομή της Αποκάλυψης. Σ’ αυτό δια­κό­πτεται εκ νέου η γραμμική έκθεση δεινών και καταστροφών, που συμ­βαί­νουν στο επίγειο σκηνικό, για να δοθούν εικόνες του ουρανού. Η ωδή συνιστά κορυφαίο συστατικό της βασικής για την κατανόηση του κεφ. 15, αλλά και γενικότερα της Αποκάλυψης, ευρύτερης τυπολογίας και θεματικής της Εξόδου.

            Το τέταρτο κεφάλαιο μελετά τον ύμνο του αγγέλου των υδάτων (Αποκ. 16,5β.6). Ο ύμνος αναπέμπεται από τον άγγελο τον υπεύθυνο για τα ύδατα, αμέσως μετά τη μεταβολή τους σε αίμα. Σύμφωνα με το συγγραφέα η βασική λειτουργία του ύμνου συντονίζεται με έναν από τους κύριους θεματικούς άξονες της Αποκάλυψης το μαρτυρολογικό.

            Στο πέμπτο κεφάλαιο της μελέτης ο συγγραφές εξετάζει τη λειτουργία των ύμνων στην Αποκάλυψη του Ιωάννη καθώς και τη συμβολή τους στη λειτουργική της διάσταση.

            Το βιβλίο έχει παράρτημα στο οποίο ο συγγραφέας κάνει μια γενικό­τερη αναφορά στους ύμνους, ως στοιχείο της πρωτοχριστιανικής λατρείας και αναλύει το πρόβλημα της επιβίωσης των καινοδιαθηκικών ύμνων.

            Η εργασία κλείνει με γενικά συμπεράσματα, συντομογραφίες και εκτενή βιβλιογραφία.

            

Search

new summaries

Adamtziloglou Evanthia - Woman in the Theology of Saint Paul A Hermeneutical Analysis of A Cor

Evanthia Adamtziloglou, Women in the Theology of Saint Paul. A Hermeneutical Analysis of A Cor. 11, 2-16 (Ph.D. Thesis), Academic Register of the Department of Theology, of the Theological School,...

Savvas Agouridis (ed), Orthodox Spirituality. Chistianity – Marxism

Savvas Agouridis (ed), Orthodox Spirituality. Chistianity – Marxism, Thessaloniki Theologians’ Seminar no. 2, Thessaloniki 1968, 244 pages. The 2nd volume of the “Thessaloniki Theologians’ Seminar” is divided in two parts....

Agouridis Savvas (ed), What is the Church

Agouridis Savvas (ed), What is the Church, Thessaloniki Theologians’ Seminar no. 3 (reprinted from the journal “Gregorios Palamas”, issue 606-607 of year 1968),  Thessaloniki 1968, 126 pages. The 3rd volume...

Anastasiou Ioannis (ed.) Tradition and Renewal in the Church

Anastasiou Ioannis (ed.) Tradition and Renewal in the Church, Thessaloniki Theologians’ Seminar, no. 6, “Gregorios Palamas” journal publication, Thessaloniki 1972, 206 pages. The 6th volume of “Thessaloniki Theologians’ Seminar” contains...

Charalambos Atmatzidis, Eschatology in the 2nd Epistle of Peter

Charalambos Atmatzidis, Eschatology in the 2nd Epistle of Peter, Pournaras Press, 2005, pages 349. The study of Charalambos Atmatzidis deals with the eschatological perceptions of Peter’s 2nd Epistle. From the...