~ Orthodox Theological Digital Library I.M.D. ~

The site is under upgrade.

Χαράλαμπος Ατματζίδης, Η έννοια της δόξας στην Παύλεια Θεολογία, Θεσσαλονίκη: Εκδό­σεις Πουρνάρα, 2001, σελ.702.

            Το βιβλίο του Χαράλαμπου Ατματζίδη, όπως αναφέρει και ο τίτλος του, ασχο­λείται με τον όρο ‘δόξα’ και τη σημασία του στη θεολογία του απ. Παύλου. Πιο συγκε­κριμένα, όπως δηλώνει ο συγγραφέας στον πρόλογο και την εισαγωγή του, η εργασία επιδιώκει να διερευνήσει την πορεία που διατρέχει η έννοια της δόξας στη θεολογία του Παύλου, δηλαδή να διακριβώσει, αν και αυτή εντάσσεται ή όχι στη θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι ο απόστολος εξελίσσει ή προσαρμόζει τη θεολογία του ανά­λογα με τις συνθήκες που επικρατούν στις επιμέρους χριστιανικές κοινότητες και τα προ­βλή­ματα που αντιμετωπίζει σ’ αυτές, τα οποία και προσπαθεί να λύσει. Παράλ­ληλα επιχειρείται να εξεταστούν και άλλες σημασίες του όρου δόξα.

            Στην εισαγωγή αναλύονται ο σκοπός και η μέθοδος της εργασίας, ο όρος «δόξα» στην αρχαία ελληνική γραμματεία, στη βιβλική αποκάλυψη δηλ. την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στη συνέχεια το υλικό χωρίζεται σε τρία κεφάλαια.

            Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας παρουσιάζει διεξοδικά τη θεολογία της δόξας στην Παλαιά Διαθήκη διότι αυτό το υλικό αποτελεί πηγή για την κατανόηση της έννοιας της δόξας στις παύλειες επιστολές. Εξετάζονται η έννοια της δόξας στον Ησαΐα, τον Ιερατικό κώδικα, τον Ιεζεκιήλ, το Δευτεροησαΐα και τον Τριτοησαΐα, στους Ψαλμούς και σε άλλα κείμενα.

            Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Χ. Ατματζίδης ασχολείται με την πορεία της έννοιας της δόξας από την Α΄ προς Θεσσαλονικείς μέχρι την προς Ρωμαίους επιστολή δηλ. πιο συγκεκριμένα στις επιστολές: Α΄ Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ Κορινθίους, προς Φιλιππησίους και προς Ρωμαίους.

            Στο τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναλύει την έννοια της δόξας στις επιστολές προς Κολοσσαείς και προς Εφεσίους. Πριν από την ερμηνεία των σχετικών με το θέμα χωρίων γίνεται αναφορά στο πολιτισμικό πλαίσιο των αντίστοιχων χριστιανικών κοινοτήτων, καθώς και στη θεολογία των επιστολών.

            Η εργασία κλείνει με τελικά συμπεράσματα, εκτενή βιβλιογραφία, πίνακα βιβλικών χωρίων, ευρετήριο ονομάτων και θεμάτων και τέλος περίληψη στα αγγλικά.

Εμμανουήλ Δουνδουλάκη, Η Καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2003, σσ. 121.

       Το πρόβλημα της καύσης των νεκρών στην ορθόδοξη Εκκλησία επανέρχεται με καταπληκτική συχνότητα, τα τελευταία χρόνια, στο βαθμό που η ασφυκτικά και υδροκέφαλα δομημένες μεγαλουπόλεις μας αναζητούν χώρους ταφής. Επανέρχεται ως αίτημα αυτοκυριαρχίας και αυτοδιαχείρισης του ανθρώπου στις νεωτερικές κοινωνίες, υπό την έννοια μιας αντικομφορμιστικής στάσης και μιας ψυχολογικής αντίδρασης, η οποία αξιώνει την συγκατάνευση και αποδοχή της ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά συνέπεια οι απόψεις της Εκκλησίας καθώς και η όποια εκθεολόγηση του φαινομένου παρουσιάζουν εκπληκτική επικαιρότητα.

        Το παρόν βιβλίο, δομημένο σε έξι επιμέρους μελέτες, εξετάζει αρχικά τη θέση της ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην καύση των νεκρών, μελετά την  καύση των σωμάτων των μαρτύρων και των νεομαρτύρων στα αγιολογικά κείμενα, καθώς και αποφάσεις της νεώτερης ελλαδικής Ιεραρχίας. Ερευνά την έννοια της σωματικής αυτοδιαχείρισης στην ορθόδοξη παράδοση, τον συσχετισμό κλωνοποίησης – ευθανασίας – καύσης νεκρών στα όρια κάποιων ακραίων ζητημάτων που θέτει η νεωτερική κοινωνία και παρουσιάζει, τέλος, την ελληνική θεολογική βιβλιογραφία, για το θέμα αυτό, κατά τον εικοστό αιώνα.

        Μικρή αλλά περιεκτική μελέτη, χωρίς να αναπτύσσει τα θέματά της εξαντλητικά, παρέχει αναγκαίες πληροφορίες και περιεκτικές νύξεις για περαιτέρω μελέτη και έρευνα.

Σ’ ό,τι αφορά στην θέση της ορθόδοξης θεολογίας στο ζήτημα, τονίζεται η επιφυλακτικότητά της διαχρονικά ως προς το φαινόμενο αυτό, τόσο περισσότερο όσο αυτό συνδεόταν με συνήθεις ειδωλολατρικές πρακτικές στο παρελθόν και εκκοσμικευμένες αντιπαραδοσιακές τάσεις του παρόντος. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το συζητούμενο θέμα συνιστά δόγμα πίστεως, ούτε ότι υπάρχει θεωρητική – θεολογική αιτία αποφυγής του. Η ορθόδοξη πίστη και εμπειρία δεν συνδέει την προσδοκία της Ανάστασης με ταφικές πρακτικές  ή συνθήκες θανάτου.

         Μένει, τέλος, να θεωρηθεί το αίτημα της καύσης των νεκρών, προκειμένου για τον χριστιανικό κόσμο, περισσότερο ως οπισθοδρόμηση αναφορικά προς την παράδοση του πολιτισμού της χριστιανοσύνης. Ενός πολιτισμού που καταξιώνει πλήρως την ύλη και καταφάσκει απεριόριστα την αξία του ανθρώπινου σώματος και τον ταφικό συμβολισμό διάρκειας της ζωής.

Εμμανουήλ Δουνδουλάκη, Η Καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2003, σσ. 121.

       Το πρόβλημα της καύσης των νεκρών στην ορθόδοξη Εκκλησία επανέρχεται με καταπληκτική συχνότητα, τα τελευταία χρόνια, στο βαθμό που η ασφυκτικά και υδροκέφαλα δομημένες μεγαλουπόλεις μας αναζητούν χώρους ταφής. Επανέρχεται ως αίτημα αυτοκυριαρχίας και αυτοδιαχείρισης του ανθρώπου στις νεωτερικές κοινωνίες, υπό την έννοια μιας αντικομφορμιστικής στάσης και μιας ψυχολογικής αντίδρασης, η οποία αξιώνει την συγκατάνευση και αποδοχή της ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά συνέπεια οι απόψεις της Εκκλησίας καθώς και η όποια εκθεολόγηση του φαινομένου παρουσιάζουν εκπληκτική επικαιρότητα.

        Το παρόν βιβλίο, δομημένο σε έξι επιμέρους μελέτες, εξετάζει αρχικά τη θέση της ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην καύση των νεκρών, μελετά την  καύση των σωμάτων των μαρτύρων και των νεομαρτύρων στα αγιολογικά κείμενα, καθώς και αποφάσεις της νεώτερης ελλαδικής Ιεραρχίας. Ερευνά την έννοια της σωματικής αυτοδιαχείρισης στην ορθόδοξη παράδοση, τον συσχετισμό κλωνοποίησης – ευθανασίας – καύσης νεκρών στα όρια κάποιων ακραίων ζητημάτων που θέτει η νεωτερική κοινωνία και παρουσιάζει, τέλος, την ελληνική θεολογική βιβλιογραφία, για το θέμα αυτό, κατά τον εικοστό αιώνα.

        Μικρή αλλά περιεκτική μελέτη, χωρίς να αναπτύσσει τα θέματά της εξαντλητικά, παρέχει αναγκαίες πληροφορίες και περιεκτικές νύξεις για περαιτέρω μελέτη και έρευνα.

Σ’ ό,τι αφορά στην θέση της ορθόδοξης θεολογίας στο ζήτημα, τονίζεται η επιφυλακτικότητά της διαχρονικά ως προς το φαινόμενο αυτό, τόσο περισσότερο όσο αυτό συνδεόταν με συνήθεις ειδωλολατρικές πρακτικές στο παρελθόν και εκκοσμικευμένες αντιπαραδοσιακές τάσεις του παρόντος. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το συζητούμενο θέμα συνιστά δόγμα πίστεως, ούτε ότι υπάρχει θεωρητική – θεολογική αιτία αποφυγής του. Η ορθόδοξη πίστη και εμπειρία δεν συνδέει την προσδοκία της Ανάστασης με ταφικές πρακτικές  ή συνθήκες θανάτου.

         Μένει, τέλος, να θεωρηθεί το αίτημα της καύσης των νεκρών, προκειμένου για τον χριστιανικό κόσμο, περισσότερο ως οπισθοδρόμηση αναφορικά προς την παράδοση του πολιτισμού της χριστιανοσύνης. Ενός πολιτισμού που καταξιώνει πλήρως την ύλη και καταφάσκει απεριόριστα την αξία του ανθρώπινου σώματος και τον ταφικό συμβολισμό διάρκειας της ζωής.

Αικατερίνη Τσαλαμπούνη, Η Μακεδονία στην εποχή της Καινής Διαθήκης, Θεσσα­­λο­νίκη : Εκδόσεις Πουρνάρα, 2002, σελ. 302.

            Η μελέτη της Α. Τσαλαμπούνη ασχολείται με τις ιστορικές συνθήκες, σε πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό επίπεδο, που επικρατούσαν στις πόλεις της Μακεδονίας κατά την εποχή στην οποία αναφέρονται τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και κυρίως οι Πράξεις των Αποστόλων.

            Η μελέτη μετά την εισαγωγή αποτελείται από τρία κεφάλαια.

            Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται η σχέση της Μακεδονίας με τη ρωμαϊκή διοίκηση και συγκεκριμένα η σχέση των Φιλίππων και της Θεσσαλονίκης με τη Ρώμη. Ειδικότερα αναλύονται διεξοδικά οι σχέσεις των Φιλίππων με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα, η λατρεία του αυτοκράτορα στους Φιλίππους και η σύγκρουση του Παύλου, όπως προκύπτει από τα κείμενα της Κ.Δ.,  με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στους Φιλίππους. Στη συνέχεια παρου­σιάζονται οι πολιτικές και πολιτιστικές επαφές της Θεσσαλονίκης με τη Ρώμη, η λατρεία της Ρώμης και του αυτοκράτορα στην πόλη καθώς και τα «δόγματα Καίσαρος» και οι κατηγορίες εναντίον του Παύλου.

            Το δεύτερο κεφάλαιο αποτελεί μια ευρεία αναφορά στο ρόλο των γυναικών, σε κοινωνικό και θρησκευτικό επίπεδο, στις πόλεις των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας. Είναι γνωστό ότι και στις τρεις αυτές πό­λεις γίνεται αναφορά σε γυναίκες, οι οποίες δέχτηκαν με χαρά κι ενθου­σιασμό το μήνυμα του Ευαγγελίου που έφερνε ο Παύλος. Η συγγρα­φέας εξετάζει την κοινωνική τους προέλευση, ερευνώντας δηλ. εάν όντως μιλούμε για γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, που είχαν οι ίδιες αξίωμα ή διάκριση, όπως μαρτυρεί το καινοδιαθηκικό κείμενο, ή εάν η αναφορά αφορά αποκλει­στι­κά τους συζύγους τους.

            Το τελευταίο κεφάλαιο ασχολείται με τους «σεβόμενους τον Θεόν» και τις μονοθεϊστικές τάσεις στις μακεδονικές πόλεις. Η βιβλική έρευνα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σε διάφορες πόλεις του ελληνορωμαϊκού κό­σμου, κάποιοι εθνικοί εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τη λατρεία και το Θεό των Ιουδαίων, συχνάζουν στις συναγωγές και αποτελούν για τους τελευταίους έναν τόσο σημαντικό παράγοντα ώστε να προβαίνουν σε ταραχές, όταν βλέ­πουν ότι κινδυνεύουν να χάσουν τη συμπάθειά τους. Από την άλλη πλευρά, από διάφορα σημεία του ελληνορωμαϊκού κόσμου έχουμε πληρο­φορίες, κυρίως αναθηματικά μνημεία, για λατρείες προσωποποιημένων αφηρημένων ιδεών, όπως αυτή του Οσίου και του Δικαίου ή θεοτήτων με μονοθεϊστικές αποκλίσεις, όπως η λατρεία του Θεού Υψίστου.

            Η εργασία κλείνει με συμπεράσματα, σχεδιαγράμματα και εκτενή βι­βλιο­γρα­φικό κατάλογο πηγών και συγγραμμάτων.

Ιωάννης Χρ. Μούρτζιος, Η παράδοση για τον Δαβίδ στην Παλαιά Διαθήκη, Θεσσα­λο­νίκη: Εκδόσεις Πουρνάρα, 2006 σελ.265.

            Στη μελέτη του ο Ιωάννης Μούρτζιος ασχολείται με μια από τις πιο σημαντικές  προσωπικότητες της προχριστιανικής ιστορίας, το βασιλιά Δαβίδ. Το βιβλίο αποτε­λείται από εισαγωγή και τρία κεφάλαια.

 Όπως αναφέρει στην εισαγωγή του ο συγγραφέας, η παράδοση για το βασιλιά Δαβίδ είναι ένα τμήμα από τις λεγόμενες «παραδόσεις εκλογής», οι οποίες διακρίνονται στις αρχαιότερες, που αναφέρονται στην εκλογή των Πατριαρχών, στην έξοδο από την Αίγυπτο και την παραμονή του λαού στο Σινά και στις νεότερες που συνδέονται στενά με την Ιερουσαλήμ και τη Σιών. Βασικό στοιχείο της δαβιδικής παράδοσης είναι η θεώρηση ότι κάθε βασιλιάς είναι απόγονος του βασιλιά Δαβίδ και εδρεύει στην Ιερουσαλήμ.

            Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εξετάζει την παράδοση για το Δαβίδ στη Δευτερονομιστική ιστοριογραφία και στο έργο του χρονικογράφου. Σύμφωνα με το συγγραφέα ο Δευτερονομιστής δεν παραλείπει να παρουσιά­σει τα παραπτώματα του Δαβίδ σε αντίθεση με το Χρονικογράφο που θέλει να παρουσιάσει το Δαβίδ ως πρότυπο για όλους τους βασιλείς. Το χρονικογράφο ενδιαφέρει όχι μόνο η εξιστόρηση των γεγονότων του παρελθόντος αλλά και ο επαναπροσδιορισμός αυτών με βάση τις ανάγκες της σύγχρονης με αυτόν μεταιχμαλωσιακής κοινότητας.

            Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Ιωάννης Μούρτζιος αναλύει την παράδοση για το Δαβίδ στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και ειδικότερα στον Ωησέ (κεφ.3), Αμώς (κεφ.9), Μιχαία (κεφ.5), Πρωτοησαϊα (κεφ.9.11.16), Ιερεμία (κεφ.­17.23 (ΜΤ).37), Δευτεροησαϊα (κεφ.55), Ιεζεκιήλ (κεφ.34.37) και Τριτοζα­χα­ρία (κεφ.12).

            Στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας ασχολείται με την παράδοση για τον Δαβίδ στους Ψαλμούς (17, 77,88,131. Ψαλμοί Σολομώντος 17, 4.21.) στη Σοφιολογική Γραμματεία (Σοφία Σειράχ 47,2-11)  και στη βιβλική ιουδαϊκή ιστοριογραφία (Α΄ Μακκαβαίων 2,57.4,30).

            Στα συμπεράσματα του ο Ιωάννης Μούρτζιος κάνει μια συνοπτική παρουσίαση των όσων ανέλυσε διεξοδικά στα επιμέρους κεφάλαια και κατά­λήγει στο συμπέρασμα ότι η παράδοση για το Δαβίδ με κεντρικό στοιχείο τη δαβιδική Διαθήκη χρησιμοποιήθηκε ευρέως σε ολόκληρη την Π.Δ. Ο Δαβίδ είναι, σύμφωνα με το βιβλικό κείμενο, το πρόσωπο που επελέγη από το Θεό και κατέστη κληρονόμος των θείων επαγγελιών που δόθηκαν στους προπάτο­ρες του Ισραήλ και εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού. Ως εκ τούτου ο Δαβίδ καταλαμβάνει  πρωτεύουσα θέση στο σχέδιο της σωτηρίας του Θεού.

            Το βιβλίο κλείνει με πίνακα ονομάτων και θεμάτων, πίνακα βιβλικών χωρίων, πηγές-βιβλιογραφία και περίληψη στα αγγλικά.

Search

new summaries

Adamtziloglou Evanthia - Woman in the Theology of Saint Paul A Hermeneutical Analysis of A Cor

Evanthia Adamtziloglou, Women in the Theology of Saint Paul. A Hermeneutical Analysis of A Cor. 11, 2-16 (Ph.D. Thesis), Academic Register of the Department of Theology, of the Theological School,...

Savvas Agouridis (ed), Orthodox Spirituality. Chistianity – Marxism

Savvas Agouridis (ed), Orthodox Spirituality. Chistianity – Marxism, Thessaloniki Theologians’ Seminar no. 2, Thessaloniki 1968, 244 pages. The 2nd volume of the “Thessaloniki Theologians’ Seminar” is divided in two parts....

Agouridis Savvas (ed), What is the Church

Agouridis Savvas (ed), What is the Church, Thessaloniki Theologians’ Seminar no. 3 (reprinted from the journal “Gregorios Palamas”, issue 606-607 of year 1968),  Thessaloniki 1968, 126 pages. The 3rd volume...

Anastasiou Ioannis (ed.) Tradition and Renewal in the Church

Anastasiou Ioannis (ed.) Tradition and Renewal in the Church, Thessaloniki Theologians’ Seminar, no. 6, “Gregorios Palamas” journal publication, Thessaloniki 1972, 206 pages. The 6th volume of “Thessaloniki Theologians’ Seminar” contains...

Charalambos Atmatzidis, Eschatology in the 2nd Epistle of Peter

Charalambos Atmatzidis, Eschatology in the 2nd Epistle of Peter, Pournaras Press, 2005, pages 349. The study of Charalambos Atmatzidis deals with the eschatological perceptions of Peter’s 2nd Epistle. From the...